ξεσκάζω

ξεσκάζω
αμετ.
1) развлекаться, рассеиваться, отвлекаться (от чего-л. неприятного); подышать свежим воздухом; оправиться (от усталости); 2) развариваться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξεσκάζω" в других словарях:

  • ξεσκάζω — ξεσκάζω, ξέσκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκάζω — και ξεσκάω ξέσκασα, διώχνω τις έγνοιες, διασκεδάζω, το ρίχνω έξω, λησμονώ, ξεχνώ, ηρεμώ: Βγες έξω να ξεσκάσεις λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκάζω — και ξεσκάω και ξεσκάνω 1. απαλλάσσομαι από έγνοιες και φροντίδες, ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω («θα πάω έναν περίπατο για να ξεσκάσω») 2. σκάζω, ανοίγω με το βράσιμο («θα βράσω καλά το σιτάρι, ώσπου να ξεσκάσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκάζω / σκάνω …   Dictionary of Greek

  • ξέσκασμα — το [ξεσκάζω] απαλλαγή από φροντίδες, ψυχαγωγία, ξεκούρασμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάω — βλ. ξεσκάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεσκάω — ξεσκάω, ξέσκασα βλ. πίν. 206 και πρβλ. ξεσκάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»